Ποταμός της Στενής   Η σχέση ενός ποταμού και μιας κοινότητας

Αναμφισβήτητα το νερό είναι το στοιχείο που χωρίς αυτό δεν μπορεί να υπάρξει ζωή. Ο πρώτος άνθρωπος αναζητούσε το νερό παντού και είναι στις όχθες των ποταμών όπου άρχισαν και εξελίχθηκαν οι μεγαλύτεροι αρχαίοι πολιτισμοί.

Έτσι και στην περίπτωση της Στενής, ο πρώτος κάτοικος ή κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στις όχθες του ποταμού, που σήμερα διασχίζει το χωριό και είναι γνωστός στα επίσημα τοπογραφικά σχέδια του κράτους, σαν “Ποταμός της Στενής”. Ο επισκέπτης σήμερα μπορεί να διαπιστώσει από την μορφολογία του εδάφους, ότι το νερό διέσχιζε για χιλιάδες χρόνια το μέρος αυτό, εξ' ου και τα επιβλητικά φαράγγια που δημιουργήθηκαν στην περιοχή αυτή.

Το νερό του ποταμού ήταν αυτό που έγινε η αιτία να αρχίσει ο οικισμός και μετέπειτα να εξελιχθεί σε κοινότητα. Η αναφορά ότι ο πρώτος κάτοικος του μέρους αυτού ήταν βοσκός, φανερώνει ότι κατοίκησε εδώ λόγω της αφθονίας νερού για τα ζώα του.

Το νερό του ποταμού ήταν η κινητήριος δύναμη της κοινότητας, από την εποχή του πρώτου κάτοικου μέχρι πρόσφατου, όταν λόγω των συνεχιζόμενων ανομβριών το ποτάμι έπαυσε να φέρνει το πολύτιμό του αγαθό.

Η πρώτη μαρτυρία ότι το νερό χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες των κατοίκων, όχι μόνο του χωριού, αλλά και ίσως άλλων γειτονικών χωριών, είναι ο νερόμυλος –αλευρόμυλος- που κτίστηκε κατά πάσα πιθανότητα γύρω στον 16 ον αιώνα, στην όχθη του ποταμού στο κέντρο του χωριού.

Το νερό ερχόταν με πετρόκτιστο αυλάκι κατά μήκος του ποταμού και με την δύναμη της πτώσης από ψηλά, έθετε σε κίνηση τις μυλόπετρες που άλεθαν το σιτάρι.

Ο δεύτερος νερόμυλος κτίστηκε γύρω στο 1880 διακόσια μέτρα ανατολικότερα του πρώτου, στην απέναντι όχθη του ποταμού.

Όπως και παλαιότερα, αλλά και στην εποχή πριν, που το κάθε σπίτι είχε τη δική του παροχή νερού, οι γυναίκες ερχόντουσαν στο μέρος δίπλα από το πρώτο νερόμυλο και έπλεναν τα ρούχα της οικογένειας, όπου το νερό έπεφτε από ψηλά και σχημάτιζε μικρές λίμνες μέσα στους βράχους. Κάθε μέρα εκεί γινόταν το πλυσταριό του χωριού με τις γυναίκες ξυπόλυτες να πλένουν και να χτυπούν τα ρούχα με τις “Φαούτες” (ξύλινος επίπεδος κόπανος) για να καθαρίσουν. Το μέρος αυτό ήταν το πιο πολυσύχναστο και πιο χαρούμενο του χωριού.

Το νερό από το ποτάμι ήταν το νερό που χρησιμοποιούσαν για τις ανάγκες του σπιτιού και για τα ζώα, ενώ άνδρες και γυναίκες ερχόντουσαν εδώ καθημερινά για να γεμίσουν τις στάμνες, κουβαλώντας τες σπίτι πάνω στον ώμο. Το νερό συνέχιζε να ρέει στο ποταμό, αν και λιγότερο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά ήταν αρκετό για τις ανάγκες των ανθρώπων και των ζώων.

Το καλοκαίρι αφού έκτιζαν πρώτα ένα “δήμμα” (ανάχωμα) πιο ψηλά από το σημείο όπου βρίσκονταν τα σπίτια τους, οι κάτοικοι –όσων φυσικά τα κτήματα τους μπορούσαν να ποτιστούν λόγω υψομέτρου – πότιζαν με το νερό τους κήπους τους, όπου είχαν διάφορα δέντρα, όπως ροδιές εσπεριδοειδή και εποχιακά. Υπήρχαν δε περιπτώσεις που όταν υπήρχε ανομβρία, πότιζαν και ορισμένα σπαρτά, αν ήταν φυσικά κοντά στο χωριό.

Το νερό του ποταμού ήταν ο λόγος που στο χωριό υπήρχαν πέντε ελιόμυλοι, αφού για να μπορέσει να γίνει η εξαγωγή του λαδιού από την ελιά χρειάζονται μεγάλες ποσότητες ζεστού νερού. Όλοι δε οι πιο πάνω ελιόμυλοι, ήταν εγκατεστημένοι δίπλα από το ποταμό.

Η γέφυρα πάνω από τον ποταμό που ένωνε τα δύο μέρη του χωριού, ήταν το σημείο συνάντησης των ανδρών τα βράδια, καθήμενοι στα “ππεριβάζια” (προστατευτικό της γέφυρας), ακούγοντας το νερό να κυλά στο ποταμό και κουβεντιάζοντας.

Το μέρος γύρω από τη γέφυρα με όλα τα σημεία του, πλυσταριό, αλευρόμυλο, ελιόμυλους, ποτίστρες των ζώων και το καθορισμένο μέρος όπου έπαιρναν το πόσιμο νερό, ήταν συνεχώς γεμάτο κόσμο, όλους τους μήνες του χρόνου.

Το Ποτάμι δεν πρόσφερε μόνο για τους ενήλικες και τα ζώα, αλλά και για τα παιδιά που το καλοκαίρι δεν “βγαίνανε” από το νερό όταν δεν είχαν να βοηθήσουν στις αγροτικές δουλειές ή όταν τέλειωναν το καθημερινό μάθημα. Είχαν εντοπίσει φυσικές λιμνούλες που το νερό δημιούργησε μέσα στους βράχους και διαγωνίζονταν, ποιός θα μπει πρώτος μέσα ,όταν το νερό ήταν καθαρό σαν κρύσταλλο.

Οι μεγάλοι δρύες και τα πλατάνια, στις όχθες του ποταμού χρησίμευαν στο να ξαπλώνουν κάτω τα παιδιά, μετά το κολύμπι ή σαν εκδρομικός χώρος όταν έπαιρναν μαζί τους φαγητό, αφού πολλές φορές περνούσαν εκεί ολόκληρες ώρες.

Έως και πρόσφατα, όταν ακόμη στο ποτάμι κυλούσε άφθονο το νερό, υπήρχαν μέσα σ' αυτό καβούρια, χέλια και χελώνες, που τα παιδιά μάζευαν, μεταφέρνοντάς τα στο σπίτι, έτσι υπήρχε μια αλλαγή στην καθημερινή διατροφή της οικογένειας που ήταν συνήθως τα όσπρια.

Οι παλαιότεροι θυμούνται με νοσταλγία τις εποχές εκείνες, όπου το ποτάμι ήταν το σημείο αναφοράς στο χωριό, καθότι όλη η καθημερινή τους ζωή περιστρεφόταν και εξαρτιόταν από νερό που κυλούσε ολόχρονα. Το ποτάμι έφερνε πιο κοντά τον ένα στον άλλο, αφού όλοι έπρεπε να συναντηθούν κάπου εκεί στις όχθες του, στη μέση του χωριού, πολλές φορές την ημέρα. Για τις γυναίκες ειδικά ήταν το μόνο μέρος που μπορούσαν να πάνε χωρίς να ρωτήσουν τον άντρα τους και να μάθουν τα τελευταία νέα του χωριού.

Αν και το ποτάμι μόνο καλά είχε να προσφέρει στους κατοίκους, κάποτε τους θύμιζε πιο έντονα την παρουσία του, ειδικά τους χειμερινούς μήνες, ύστερα από έντονη βροχόπτωση. Κατέβαινε ορμητικό με δυνατό βουητό και όταν το άκουαν έτρεχαν όλοι να δουν “τον ποταμό που κατέβηκε“. Στο πέρασμα του παρέσερνε ότι έβρισκε μπροστά του και παλαιότεροι αναφερόντουσαν σε περιπτώσεις που παρέσερναν τα νερά, βόδια και πρόβατα. Όταν ο ποταμός κατέβαινε ορμητικός τα νερά σκέπαζαν τη γέφυρα και το χωριό μοιραζόταν στα δύο χωρίς επικοινωνία για μέρες.

Οι χωρικοί όμως δεν του κρατούσαν ποτέ κακία, γιατί ήξεραν ότι θα “ξεθυμάνει” γρήγορα και πάλι θα τους προσφέρει ότι τους πρόσφερε πάντα, μόνο καλά.

Η Στενή οφείλει την δημιουργία και την ύπαρξή της στο νερό, που της έδινε ζωή για αιώνες και στο ποτάμι που το καθοδηγούσε χειμώνα καλοκαίρι μέχρι τη θάλασσα.

Το ποτάμι έδινε στους κατοίκους, χωρίς ποτέ να ζητά οτιδήποτε από αυτούς, αλλά και αυτοί του έδειχναν πάντα τον σεβασμό τους και την ευγνωμοσύνη τους, έτσι στο τέλος όταν γινόταν η επίσημη εγγραφή της γης το 1925 οι Στενιώτες τον έκαμαν δικό τους, ονομάζοντάς τον “Ποταμό της Στενής”, διότι πράγματι μόνο την Στενή διέσχιζε και μόνο στη Στενή πρόσφερε.